- παλαιοπλουτος
- παλαιόπλουτοςπᾰλαιό-πλουτος2издревле богатый
(τὸ χωρίον, sc. ἥ Ἴασος Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ χωρίον, sc. ἥ Ἴασος Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παλαιόπλουτος — παλαιόπλουτος, ον (Α) ο από παλαιά πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πλοῦτος] … Dictionary of Greek
παλαιόπλουτος — full of ancient wealth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιόπλουτον — παλαιόπλουτος full of ancient wealth masc/fem acc sg παλαιόπλουτος full of ancient wealth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοπλούτου — παλαιόπλουτος full of ancient wealth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοπλούτους — παλαιόπλουτος full of ancient wealth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοπλούτων — παλαιόπλουτος full of ancient wealth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek